- τεσσαρακόντορος
- τεσσαρακόντοροςforty-oared shipfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεσσαρακόντορος — ἡ, Α (ενν. ναῡς) πλοίο με σαράντα κουπιά ή σαράντα καθίσματα κωπηλατών, τεσσαρακοντήρης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + ορος (< ἐρέτης «κωπηλάτης»), πρβλ. πεντηκόντ ορος] … Dictionary of Greek